- περιβολής, έριδα της-
- Έτσι είναι γνωστή στην ευρωπαϊκή ιστορία η μακρόχρονη και οξύτατη πολιτικοθρησκευτική σύγκρουση ανάμεσα στον πάπα και στον αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η έριδα κράτησε από το 1075 ώς το 1122 και είχε ως αφορμή την απόπειρα του αυτοκράτορα να αποσπάσει από την Αγία Έδρα το δικαίωμα να απονέμει (να «περιβάλλει» με αξιώματα) τα εκκλησιαστικά αξιώματα του επισκόπου και του ηγούμενου των μοναστηριών της επικράτειας του. Το δικαίωμα αυτό του αυτοκράτορα χαρακτηρίστηκε ως σιμωνία και καταδικάστηκε επανειλημμένα. Η βαθύτερη ωστόσο αιτία της σύγκρουσης εκείνης πρέπει να αναζητηθεί στον πολιτικό ανταγωνισμό μεταξύ της ισχυρής κοσμικής εξουσίας των παπών και του συγκεντρωτισμού τον οποίο επεδίωκε να επιβάλει στο μεγάλο του κράτος ο αυτοκράτορας. Aυτή ακριβώς η προσπάθεια του θεωρητικά μεγαλύτερου και τυπικά ισχυρότερου τότε χριστιανού ηγεμόνα προκάλεσε την αντίδραση των τοπικών ηγεμόνων της Γερμανίας, των περιοχών της Ιταλίας, που επιζητούσαν την πολιτική τους χειραφέτηση από την αυτοκρατορική κυριαρχία και των Γάλλων, που δεν ανέχονταν την επέκταση της αυτοκρατορικής δύναμης. Η κρίση στάθηκε μια αναπόφευκτη συνέπεια της ηθικής και θρησκευτικής μεταβολής στη δυτική Εκκλησία κατά τον 1 lo αι. Με τη λήξη της η εξουσία της Εκκλησίας ενισχύθηκε και η υπεροχή της παποσύνης έναντι των άλλων κοσμικών εξουσιών της δυτικής Ευρώπης αναγνωρίστηκε· αλλά η δημιουργία προηγουμένου στις καθαιρέσεις παπών και αντιπάπων μπορεί να θεωρηθεί ως αφετηρία για τη φθορά που θα υποστεί αργότερα ο θεσμός της εκκλησιαστικής απολυταρχίας. Όμως και ο θεσμός του αυτοκράτορα υπέστη, με την κρίση αυτή, ανεπανόρθωτη φθορά, ώστε ήδη από τα μέσα του 13ου αι. να αρχίσει να παρατηρείται το φαινόμενο δύο άλλοτε πανίσχυρων εξουσιών, που μονοπωλούσαν τη θρησκευτικοπολιική δύναμη στην Ευρώπη, να συμπορεύονται στην αναπότρεπτη παρακμή τους.
Η πάλη άρχισε με την άνοδο στον παπικό θρόνο του Γρηγορίου Z΄ (1073-1085), ο οποίος διεκδίκησε το παλιό δικαίωμα της Εκκλησίας να απονέμει αυτή τα εκκλησιαστικά αξιώματα (1074-1075), επιμένοντας ιδιαίτερα στην επιβολή του νόμου αυτού στον αυτοκράτορα Ερρίκο Δ΄ (1054-1106) και στους βασιλιάδες της Γαλλίας και της Αγγλίας. Η παπική αξίωση βρήκε, από το ένα μέρος, πολλούς υποστηρικτές αλλά και, από το άλλο, συνάντησε έντονες αντιδράσεις (ακόμα και μέσα στην ίδια τη Ρώμη, όπου έγινε απόπειρα εναντίον του Γρηγορίου Z΄). Ιδιαίτερα έντονη ήταν η αντίδραση στη Γερμανία, όπου ο Ερίκος Δ΄, σε συγκέντρωση επισκόπων και αρχόντων, κατόρθωσε να κηρύξει έκπτωτο το Γρηγόριο Z΄ (Βορμς, 1076). Ο πάπας αντέδρασε με τον αφορισμό του αυτοκράτορα και με την αποδέσμευση των υποτελών και των υπηκόων του από κάθε υποχρέωση πίστης προς το πρόσωπο του. Η καταδίκη του Ερρίκου Δ΄ στάθηκε τόσο αποτελεσματική ώστε, για να μη χάσει ο αυτοκράτορας το θρόνο του, υποχρεώθηκε να πάει να ζητήσει ταπεινά τη συγγνώμη του πάπα, που φιλοξενούσε τότε στον πύργο της η πιστή του κόμισσα Ματθίλδη, στην Κανόσα (1077). Αφού συμφιλιώθηκε με τον πάπα, όχι όμως και με τους Γερμανούς άρχοντες και παλαιούς εχθρούς του, που είχαν συσπειρωθεί γύρω από τον αντίζηλό του Ροδόλφο της Σουηβίας, ο Ερρίκος Δ΄, ξαναγυρίζοντας στη Γερμανία, όχι μόνο επέβαλε απόλυτα την εξουσία του, αλλά και επανέφερε την θρησκευτική έριδα, κηρύσσοντας πάλι έκπτωτο το Γρηγόριο Z΄ και εκλέγοντας ένα αντίπαπα (1080). Ενθαρρυνόμενος μάλιστα από τις επιτυχίες που σημείωσαν στην Ιταλία οι οπαδοί του εναντίον των υποστηρικτών του πάπα, εισέβαλε στην ιταλική χερσόνησο, πολιόρκησε και κατέλαβε τη Ρώμη, εγκατάστησε στον παπικό θρόνο τον αντίπαπα και στέφτηκε απ’ αυτόν αυτοκράτορας (1081-1084). Ο Γρηγόριος Z΄ κλείστηκε στον πύργο του Αρχαγγέλου (Sant’Αngelo), αλλά απελευθερώθηκε από τους Νορμανδούς του Ροβέρτου Γυϊσκάρδου, οι οποίοι εισέβαλαν στη Ρώμη, προκαλώντας φοβερές καταστροφές, και μετέφεραν τον πάπα στο Σαλέρνο όπου και πέθανε λίγο αργότερα (1085). O θρίαμβος ωστόσο του Ερρίκου Δ΄ δεν κράτησε πολύ. Όταν ξαναγύρισε στη Γερμανία, αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει νέες αντιδράσεις, ενώ η απουσία του από την Ιταλία ενίσχυε το εκεί παπικό κόμμα χάρη στην εξυπνάδα και στη δραστηριότητα του νέου πάπα Ουρβανού B΄ (1088 1099). Ο Ουρβανός είχε ανασυγκροτήσει πραγματικά το αντιαυτοκρατορικό κόμμα, εξασφαλίζοντας τη συμμαχία της κόμισσας της Κανόσας, της περιβόητης Ματθίλδης, μαρκησίας της Τοσκάνης, που στάθηκε και παλαιότερα πολύτιμη σύμμαχος του Γρηγορίου Z΄ και των Noρμανδών και που είχε επωφεληθεί επιδέξια από την ανταρσία και τον πόλεμο ανάμεσα στους γιούς του Ερίκου Δ΄, τον Κοράδο και τον Ερίκο, εναντίον του πατέρα τους. Έτσι ο αυτοκράτορας, μεταξύ 1090 και 1100, μπλεγμένος σε σειρά πολέμων, έχανε συνεχώς έδαφος τόσο στη Γερμανία όσο και στην Ιταλία, ενώ ο πάπας, με το διάταγμα του 1095, τις επιτυχίες της A΄ Σταυροφορίας και την προσχώρηση στο στρατόπεδο του των κυριότερων ιταλικών πόλεων, ανέκτησε το κύρος που είχε ο Γρηγόριος Z΄ στις ευτυχέστερες στιγμές του.
Μεταξύ του διαδόχου του Ουρβανού B΄ και των διαδόχων του Ερίκου Δ΄ Πασχαλίου Β΄ και Ερίκου E΄ επικράτησε στην αρχή σύντομη ειρηνική περίοδος συνεννοήσεων εξαιτίας της αντιπάθειας που αισθάνονταν και τα δύο μέρη εναντίον του Ερίκου Δ΄, ο οποίος έζησε τραγική ζωή, αφού εξαναγκάστηκε να παραιτηθεί. Γρήγορα όμως ξέσπασε νέος πόλεμος, που ανάγκασε τον Πασχάλιο B΄ να προβεί σε μια σειρά από παραχωρήσεις, που του απέσπασε με τη βία ο Ερίκος E΄, μεταξύ των οποίων και το λεγόμενο προνόμιο του Σούτρι (1111), σύμφωνο με το οποίο αναγνωρίζονταν στον αυτοκράτορα ευρύτατα δικαιώματα, ανάμεσα στα οποίο και το δικαίωμα να απονέμει εκκλησιαστικά αξιώματα. Όταν όμως ο πάπας απελευθερώθηκε από την απειλή του αυτοκράτορα, ακύρωσε τα προνόμια που είχε παραχωρήσει στο Σούτρι και δέχτηκε την απέραντη και αμφισβητούμενη κληρονομιά που του είχε αφήσει η ευσεβής κόμισσα Ματθίλδη (1115). Tότε ο Ερίκος E΄ επιχείρησε μια μεγάλη εκστρατεία στην Ιταλία, εξανάγκασε τον Πασχάλιο B΄ να φύγει από τη Ρώμη και εγκατάστησε εκεί νέο αντίπαπα (τον Γρηγόριο H΄, 1118). Αλλά και τη φορά αυτή η κατάσταση ανατράπηκε εκ νέου με την εκλογή στη Γαλλία ενός Γάλλου πάπα, του Κάλλιστου B΄ (1119), ο οποίος, εκτιμώμενος από όλο το δυτικό χριστιανικό κόσμο και υποστηριζόμενος από τους Νορμανδούς, κατόρθωσε να επιβληθεί στη Ρώμη και να αναγκάσει τον Ερίκο E΄ να δεχτεί να συμφιλιωθεί ή να χάσει την εξουσία του με αφορισμό.
Μέσα σ’ αυτήν την κατάσταση υπογράφηκε μεταξύ πάπα και αυτοκράτορα η συμφωνία της Βορμς (1122), που αναγνώρισε αποκλειστικά στον πάπα το δικαίωμα να απονέμει επισκοπικά αξιώματα. Όταν όμως τα εκκλησιαστικά αξιώματα συνέπιπταν με φεουδαρχικά, τα φεουδαρχικά υπερίσχυαν των εκκλησιαστικών στη Γερμανία, ενώ στην Ιταλία ήταν κατώτερα. Οι βασικές αυτές διατάξεις και άλλες με μικρότερη σημασία, που εξασφάλιζαν την πλήρη ελευθερία της παπικής Εκκλησίας, επικυρώθηκαν στο 1123 από την A΄ Οικουμενική Σύνοδο του Λατερανού.
Το τελικό αποτέλεσμα του αγώνα αυτού, στον οποίο έλαβαν ενεργό μέρος και οι κάτοικοι των πόλεων με συχνά βίαιες συγκρούσεις (όπως η «παταρία» του Μιλάνου) και οι διανοούμενοι, που υποστήριζαν θεωρητικά την παπική ή την αυτοκρατορική εξουσία, ήταν η ενίσχυση της ενότητας και της ανεξαρτησίας της Δυτικής Εκκλησίας. Ο θρίαμβος όμως αυτός στο θρησκευτικό πεδίο δεν επεκτάθηκε και στο πολιτικό, γιατί έμεινε άλυτο το ζήτημα του προβαδίσματος στις σφαίρες του κοινού ενδιαφέροντος.
Έριδα της περιβολής: το διάταγμα «Dictatus Papae» του Γρηγορίου Z’, που επέβαλε την υπεροχή του πάπα απέναντι στον αυτοκράτορα (Αρχείο του Βατικανού).
O Ουρβανός B’ στο Κλυνύ. Η σταυροφορία που κήρυξε, ενίσχυσε το γόητρο του παπισμού. (Παρίσι, Εθνική Βιβλιοθήκη).
Dictionary of Greek. 2013.